- πρωτοχνοος
- πρωτόχνοοςπρωτό-χνοοςстяж. πρωτόχνους 2покрытый первым пушком
(ἄνθος ἥβης Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἄνθος ἥβης Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρωτόχνους — ουν, και πρωτόχνοος, οον Α αυτός που έχει το πρώτο χνούδι («μετὰ τοῡτο καὶ πρωτόχνουν ἄνθος ἥβης», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + χνους (< χνόος / χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πολύ χνους] … Dictionary of Greek